ανασέρνω

ανασέρνω
ανάσυρα, ανασύρθηκα, ανασυρμένος, ανασηκώνω, ανεβάζω: Από το πηγάδι τον ανάσυραν μισοπεθαμένο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανασέρνω — 1. ανασύρω, τραβώ επάνω 2. ανασαίνω βαριά …   Dictionary of Greek

  • ανασύρω — κ. ανασέρνω κ. ανασύρω (AM ἀνασύρω) (μσν. κ. ἀνασέρνω κ. ἀνασύρνω) τραβώ επάνω, σηκώνω, ανεβάζω νεοελλ. τραβώ στην επιφάνεια, ανελκύω μσν. παρατείνω τη διήγηση αρχ. 1. (μέσ., ομαι) α) σηκώνω επάνω, βγάζω τα ενδύματά μου, γυμνώνομαι β) αρπάζω,… …   Dictionary of Greek

  • ανασύρνω — βλ. ανασέρνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανασύρω — βλ. ανασέρνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”